Mεταξουργείο, Κεραμεικός, Βοτανικός

Της Ελενης Πορταλιου, στην Αυγή

Τρεις μεγάλοι αρχαίοι δρόμοι διέσχιζαν τις συνοικίες του Μεταξουργείου, του Κεραμεικού και του Βοτανικού συγκλίνοντας στον Κεραμεικό: η οδός Πειραιώς που ένωνε τον Πειραιά με την Αθήνα, η Ιερά Οδός που ένωνε την Ελευσίνα με την Αθήνα και ο λεγόμενος «δρόμος», που συνέδεε την Ακαδημία Πλάτωνος με τον Κεραμεικό. Η αρχαιότητα ζει σε πολλά σημερινά τοπωνύμια, δρόμους, διάσπαρτες αρχαιότητες και, βεβαίως, στο πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της Αθήνας, στον Έξω Κεραμεικό, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης. Ο Έσω Κεραμεικός ήταν στην αρχαιότητα η συνοικία των τεχνιτών κεραμέων –αγγειοπλαστών και αγγειογράφων– που είχαν εδώ τα εργαστήριά τους.

Μετά το 1821 και το πρώτο σχέδιο της Αθήνας των Κλεάνθη-Σάουμπερτ, τροποποιημένο από τον Κλέντσε, διαμορφώνεται το σημερινό ιστορικό κέντρο, που για αρκετές δεκαετίες του 19ου αιώνα συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την ίδια την πόλη. Αν τα Ανάκτορα είχαν τοποθετηθεί στην Ομόνοια και το Δίπυλο, η εξέλιξη των τριών συνοικιών θα ήταν διαφορετική. Όμως, η τοποθέτησή τους στην πλατεία Συντάγματος και η ταυτότητα που αυτή αποκτά ως φυσικός και συμβολικός χώρος της εξουσίας και της πολιτικής, περιορίζουν την Ομόνοια στον ρόλο ενός δεύτερου πόλου με μέγαρα και επιβλητικά ξενοδοχεία, ενώ στα θέατρα και τα cafès της στεγάζεται η αστική δημόσια σφαίρα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Ομόνοια αποτελεί χώρο συγχρωτισμού των κοινωνικών τάξεων, που περιστρέφονται γύρω από τα εμπορικά καταστήματα, ψυχαγωγούνται από τις μουσικές εκδηλώσεις και δημιουργούν στα καφενεία και την πλατεία ένα χώρο καθημερινής πολιτικής, ο οποίος αποτελεί, μαζί με την Κλαυθμώνος και το Σύνταγμα, τον άξονα της ιστορικά επαναλαμβανόμενης συγκρουσιακής παρουσίας των λαϊκών τάξεων στο κέντρο της πόλης. Αργότερα, κυρίως μετά τον Πόλεμο, η Ομόνοια θα αποτελέσει τη λαϊκή καρδιά της Αθήνας, από την οποία διαβαίνει κανείς για να εισέλθει στις τρεις λαϊκές συνοικίες που μας ενδιαφέρουν.

Η σημερινή πλατεία Ελευθερίας (πρώην Λουδοβίκου και αργότερα Κουμουνδούρου), αναπτύσσεται στα μέσα του 19ου αιώνα, στα όρια μεταξύ παλιάς πόλης και της νεότερης οθωνικής προς το Μεταξουργείο, στην άκρη του τείχους του 18ουαιώνα που περιτείχιζε τη μέχρι τότε κατοικημένη περιοχή της Αθήνας. Η πλατεία συγκεντρώνει αρχικά, μετά την Αιόλου, τα περισσότερα και καλύτερα εμπορικά καταστήματα και κέντρα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ξενοδοχεία, εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία. Σταδιακά έρχεται πιο κοντά στο λαϊκό δυτικό κομμάτι της πόλης, αποτελώντας σήμερα, μετά την ανάπλασή της, ένα σημαντικό ποιοτικά δημόσιο χώρο.

Αφήνοντας την πλατεία Ελευθερίας, που αποτελεί και είσοδο στην περιοχή του Ψυρρή, εισερχόμαστε, προς την απέναντι δυτική πλευρά της Πειραιώς, στη συνοικία του Μεταξουργείου. Η σημερινή πλατεία Αυδή είναι το κέντρο της συνοικίας και χαρακτηρίζεται από το εργοστάσιο της «Σηρικής Εταιρείας της Ελλάδος, Αθανάσιος Δουρούτης & Σία», το γνωστό Μεταξουργείο, από το οποίο πήρε το όνομά της η γειτονιά. Έκλεισε το 1875 και σήμερα στεγάζει πολιτιστικές δραστηριότητες του δήμου Αθηναίων στη νέα δημοτική Πινακοθήκη, ελκύοντας συναφείς χρήσεις σε μια ευρύτερη περιβάλλουσα περιοχή. Ιστορικά, η συνοικία του Μεταξουργείου αποτέλεσε περιοχή θεάτρων και καφενείων με έντονη καλλιτεχνική ζωή.

Η περιοχή εντάσσεται στην παραγωγική ζώνη της πρωτεύουσας με την ίδρυση του εργοστασίου του Μεταξουργείου. Όπως αναφέρει η Χριστίνα Αγριαντώνη, μαζί με τα εργαστήρια που ίδρυσε το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα και το εργοστάσιο Φωταερίου, που εγκαθίσταται στη σημερινή περιοχή του Γκαζιού το 1859-1861, αποτελούν το πρώτο βήμα για τη μεταμόρφωση της οδού Αθηνών-Πειραιώς στον μεγάλο άξονα παραγωγικών αλλά οχλουσών χρήσεων. Η παραγωγική ζώνη της Αθήνας διαμορφώνεται σταδιακά, είναι εκτεταμένη και χαρακτηρίζεται, πλην των δύο παραπάνω μεγάλων εργοστασίων, από μικρές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Το εργοστάσιο Φωταερίου μετά το κλείσιμό του μετατρέπεται σε νεότερο βιομηχανικό μνημείο, ανοιχτό μουσείο, που σήμερα στεγάζει την «Τεχνόπολι» του Δήμου Αθηναίων.

Γύρω από τα εργοστάσια και τους παραγωγικούς χώρους αναπτύσσεται τον 19ο αιώνα η κατοικία των λαϊκών τάξεων που απασχολούνται στην περιοχή, πραγματικότητα που ορίζει τόσο τη συνοικία του Κεραμεικού όσο και του Μεταξουργείου και του Γκαζιού ως περιοχές μικτών χρήσεων παραγωγής, κατοικίας αλλά και εμπορίου και αναψυχής. Αργότερα, η κοινωνική γεωγραφία της κατοίκησης διευρύνεται και μετασχηματίζεται, στον βαθμό που μεταλλάσσεται ή συρρικνώνεται ο παραγωγικός της χαρακτήρας. Σήμερα η κοινωνική σύνθεση των κατοίκων είναι διαταξική και πολυφυλετική, ενώ ο χαρακτήρας των περιοχών, μετά την απομάκρυνση των οχλουσών χρήσεων, παραμένει πολυλειτουργικός.

Μεταξουργείο και Κεραμεικός διαθέτουν επαρκές οικιστικό απόθεμα σε σύγχρονες πολυκατοικίες αλλά και κτίρια λαϊκής και αστικής κατοικίας από την εποχή του νεοκλασικισμού και του μοντέρνου κινήματος. Πολλά, μαζί με την κατοικία, περιλαμβάνουν καταστήματα και εργαστήρια. Οι δύο συνοικίες διαθέτουν χώρους κατάλληλους για μικρή παραγωγή, εμπόριο και άλλες δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα. Καθώς γειτνιάζουν ή περιλαμβάνουν σημαντικά ιστορικά μνημεία μπορούν να φιλοξενήσουν στους χώρους που διαθέτουν υπηρεσίες πολιτιστικού τουρισμού, συμβατού με το πνεύμα του τόπου.

Ο Βοτανικός αναπτύσσεται ως βιομηχανική περιοχή, της οποίας η παραγωγική βάση πλήττεται σταδιακά με την κρίση αποβιομηχάνισης στη δεκαετία του 1980. Ορίζεται, πλην της Ιεράς Οδού, από τη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, τη λεωφόρο Πέτρου Ράλλη και φτάνει μέχρι το Ρουφ. Η ονομασία της προέρχεται από τον «Βοτανικό Κήπο Αθηνών», στον χώρο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, στον οποίο διατηρείται και σήμερα τμήμα του ιστορικού Βοτανικού Κήπου. Ένας αριθμός από τα μεγάλα κτίρια που έμειναν αδρανή στέγασε και στεγάζει τα γνωστά διασκεδαστήρια υψηλής όχλησης, που σε ορισμένες περιπτώσεις ελέγχονται από τη μαφία της νύχτας. Η ίδια πραγματικότητα έχει φτάσει κοντά στο Γκάζι και η οχλούσα διασκέδαση έχει αναπτυχθεί γύρω από τη νέα πλατεία με το μετρό του Κεραμεικού.. Οι ιστορικές παραγωγικές χρήσεις δεν εκτόπισαν την κατοικία, η σημερινή μορφή και πυκνότητα της αναψυχής όμως λειτουργεί ανταγωνιστικά, συμπιέζει τη γειτονιά και εκτοπίζει την κατοικία.

Ο Βοτανικός διαθέτει μεγάλες ανενεργές εκτάσεις που μπορούν να ενεργοποιηθούν για την ανάπλαση της περιοχής, θέση που διατυπώθηκε έμπρακτα στον αγώνα για τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου Αθήνας/Αττικής στον Ελαιώνα, στους αγώνες για να σταματήσουμε το Mall Βωβού και τις συναφείς τριτογενείς χρήσεις του δήμου Αθηναίων. Στον άξονα της Κωνσταντινουπόλεως και τους παρακείμενους δρόμους έχουν αναπτυχθεί χώροι πολιτισμού, συμβατοί με την επιθυμητή κλίμακα και την πολυλειτουργικότητα της συνοικίας. Η υπογειοποίηση του προαστιακού, στα τμήματα που οι προτάσεις των συλλογικών φορέων και των κινημάτων των κατοίκων έγιναν αποδεκτές, θα λειτουργήσει ενοποιητικά για τα ασύνδετα μεταξύ τους τμήματα της συνοικίας, που διαχωρίζουν οι σημερινές γραμμές του τρένου.

Συνοψίζοντας, οι τρεις συνοικίες διαθέτουν σημαντικές χωρικές προϋποθέσεις ανασυγκρότησης.

Πρώτ’ απ’ όλα, το κτιριακό τους απόθεμα μπορεί να περιλάβει πολλές χρήσεις, στηρίζοντας την επιθυμητή πολυλειτουργικότητα. Επιπλέον, οι συνοικίες έχουν διαχρονική ταυτότητα, την οποία συνθέτουν αρχαία και νεότερα μνημεία, χώροι παραγωγής και κατοικίας. Εγκλείουν ελεύθερους χώρους μεγάλης και μικρής κλίμακας που αποτελούν σημαντικά αποθέματα για αναπλάσεις και συνδέονται με τρεις σταθμούς του μετρό με άλλες περιοχές.

Η ανασυγκρότησή τους, όμως, πρέπει να βασιστεί σε συνολικού χαρακτήρα δημόσιες παρεμβάσεις. Από τη μια, σε πολεοδομικά σχέδια και μελέτες και, από την άλλη, σε επενδύσεις από τον δημόσιο προϋπολογισμό, το ΕΣΠΑ ή άλλη αποδεκτή χρηματοδοτική πηγή. Έτσι θα δημιουργηθεί ένα πλαίσιο, βασισμένο στο δημόσιο συμφέρον και τις κοινωνικές ανάγκες, που θα ορίζει και τους κανόνες λειτουργίας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Η ανασύσταση των κοινωνικών υποδομών της πόλης, η ανάπλαση του οικιστικού αποθέματος και των δημόσιων χώρων, δεν αναβαθμίζουν μόνο τους χώρους της καθημερινής ζωής και τα μέσα συλλογικής κατανάλωσης. Αποτελούν ταυτόχρονα μια από τις πλευρές της παραγωγικής ανασυγκρότησης, η οποία δημιουργεί κοινωνικά χρήσιμες θέσεις εργασίας. Η άλλη πλευρά αφορά την ανασυγκρότηση της μικρής παραγωγής, του λιανικού εμπορίου και του πολιτιστικού τομέα, που ιστορικά αναπτύχθηκαν στις τρεις συνοικίες.

Σήμερα ένα τέτοιο σχέδιο φαίνεται μακρινό. Γιατί η Αθήνα και ιδιαίτερα οι λαϊκές γειτονιές ζουν σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Γιατί η επιβίωση είναι δύσκολη για χιλιάδες συμπολίτες μας. Γιατί το 60% των νέων, με εξαιρετικά προσόντα και δυνατότητες, φυτοζωούν με κομμένα φτερά. Γιατί οι κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου Αθηναίων (βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολική μέριμνα, δημοτικά ιατρεία, ΚΑΠΗ, πολιτισμός, αθλητισμός, δομές αλληλεγγύης κ.λπ.) συρρικνώνονται, ενώ οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται. Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει καταρχάς μία ρήξη: ένα τέλος στα μνημόνια που καταστρέφουν τη ζωή μας. Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται ένα σχέδιο για την πόλη και τους ανθρώπους της, που θα στηριχθεί σε υπαρκτούς υλικούς πόρους και ανθρώπινες δυνάμεις, ένα σχέδιο που θα αναπτυχθεί σε διάρκεια χρόνου.

Μπορούμε να καταθέσουμε, για τη δημιουργία αυτού του σχεδίου, καταρχάς, τα αιτήματα που έχουν αναδείξει συλλογικοί φορείς και κοινωνικές ομάδες των τριών συνοικιών. Εδώ έχουν γίνει αγώνες που αποδείχθηκαν νικηφόροι, έχουν περιγραφεί βασικές κοινωνικές προτεραιότητες για την πόλη και τη ζωή των κατοίκων, έχει διαμορφωθεί ένα συλλογικό όραμα, που αποτελεί και την απάντηση στο there is no alternative της δημοτικής και της κεντρικής μνημονιακής εξουσίας.

 

Η Ελένη Πορτάλιου διδάσκει στην Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ και είναι δημοτική σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων με την Ανοιχτή Πόλη.

Το άρθρο βασίζεται σε εισήγηση στην εκδήλωση «Ιστορικές διαδρομές στην Αθήνα. Κάτω εκεί … στο Μεταξουργείο, στον Κεραμεικό, στον Βοτανικό. Το χθες, το σήμερα, το αύριο», από τον τοπικό ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, στον Πολυχώρο Ηριδανός (3.6.2013)

176 χρόνια μεγάλα λόγια για όμορφη πόλη

Του Θοδωρή Ρούμπανη, στο Έθνος

Όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε για την Αθήνα και την αποτιμούσε σαν «διαμαντόπετρα στης Γης το δαχτυλίδι», δεν είχε στον νου τη σημερινή τερατούπολη. Στη δεκαετία του 1920 κοσμούσαν την ελληνική πρωτεύουσα μερικά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα . Τα περισσότερα από εκείνα τα νεοκλασικά θυσιάστηκαν στον βωμό της ανοικοδόμησης τις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Αναδάσωση στον Λόφο του Αστεροσκοπείου αμέσως μετά τον πόλεμο

Ομως, μη φανταστεί κανείς ότι η πόλη της Παλλάδας ήταν κάποιος επίγειος παράδεισος. Μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το κέντρο της ο κόσμος ζούσε σε ελεεινές συνθήκες. Ρεαλιστική περιγραφή της κατάστασης θα κάνει ο δήμαρχος Σπύρος Μερκούρης με την ομιλία του στο Δημοτικό Συμβούλιο, 23 Δεκεμβρίου 1899. Θα πει: «Η πόλις ημών υστερεί εις όλα. Δεν έχει ύδωρ, δεν έχει επαρκή φωτισμόν, δεν έχει καλάς οδούς, δεν έχει ευπρεπείς αγοράς, σφαγεία, υπονόμους. Αντί τούτων έχει εν αφθονία σύννεφα κονιορτού, βωμούς ακαθαρσιών και καταβόθρας εις τα οδούς». Θεώρησε ως «τα τρία μεγάλα της πόλεως κακά, τον κονιορτόν, τη λειψυδρίαν και την ακαθαρσίαν». Βεβαίωσε ότι θα τα καταπολεμήσει. Η αλήθεια είναι ότι με την καταπολέμησή τους χρειάστηκε να παλέψουν δεκαετίες ολόκληρες δημοτικές Αρχές και δημότες. Και είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα της Αθήνας αποδείχτηκαν τελικά κάτι σαν τη Λερναία Υδρα, όπου κόβοντας ένα κεφάλι ξεφυτρώνουν δύο.

Η οδός Ερμού στολισμένη στις αρχές του 20ού αιώνα

Με διάταγμα του Οθωνα το 1834
Το μικρό χωριό που έγινε πρωτεύουσα

Η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους στις 18 Σεπτεμβρίου 1834 με διάταγμα του Οθωνα. Μέχρι τότε έδρα της κυβέρνησης ήταν το Ναύπλιο. Τα πρωτεία διεκδικούσαν και άλλες πόλεις. Εγιναν συζητήσεις για την Κόρινθο, το Αργος, την Τρίπολη, τα Μέγαρα (πρόταση Κωλέττη), τον Πειραιά και τη Σύρα. Ο πληθυσμός της πόλης μόλις και μετά βίας ξεπερνούσε τους 10.000 κατοίκους. Ηταν ένα μικρό χωριό έκτασης 1.163 στρεμμάτων. Σ’ αυτή την έκταση είχαν χτιστεί 1.500 σπίτια και 124 εκκλησίες. Στο τέλος της Επανάστασης του 1821, από τα σπίτια κατοικήσιμα ήταν μόλις 300 και από τις εκκλησίες μόνο 32 ήταν ανέπαφες. Την Αθήνα παρέδωσαν οι Τούρκοι σε έναν λόχο Βαυαρών τη Μεγάλη Παρασκευή 31 Μαρτίου 1833.

Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο οφείλεται στους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ. Αυτοί έκαναν και την πρώτη ονοματοθεσία των δρόμων. Ομως κανείς δεν φανταζόταν τη ραγδαία πληθυσμιακή και οικοδομική ανάπτυξη, με ό,τι στρεβλώσεις συνεπαγόταν. Το 1838, όταν στο Δημοτικό Συμβούλιο έγινε συζήτηση για ονοματοθεσία κεντρικών δρόμων, ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας έστελνε γράμμα στη Ρώμη όπου διακωμωδούσε το γεγονός: «Είναι αστείο» -έγραφε- «να γίνεται λόγος περί των ονομάτων των οδών μιας πόλεως η οποία μετά από 100 χρόνια μόλις θα έχει το πολύ 30.000 κατοίκους».

Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η άναρχη οικοδόμηση συνόδευσε την πρωτεύουσα από τα πρώτα βήματά της.

Το 1850 ο υπ. Εσωτερικών, Γ. Γλαράκης, έδωσε άδεια να χτιστεί το δυτικό τμήμα. Μόνο οι αντιδράσεις του Τύπου τον υποχρέωσαν να ανακρούσει πρύμναν. Αντίθετα δεν διασώθηκε μια μεγάλη έκταση ανάμεσα στις οδούς Αιόλου, Λυκούργου, Σωκράτους και Σοφοκλέους.

Η δυσωδία περίσσευε στην Αθήνα το 1850
Ασθένειες από το κακής ποιότητας νερό

Η πρώτη σοβαρή λύση του υδρευτικού προβλήματος της Αθήνας έγινε δυνατή το 1931 με τη λειτουργία της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνα. Μέχρι τότε οι ανάγκες των κατοίκων εξυπηρετούνταν από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, στο οποίο διοχετεύονταν πηγές υδάτων, κυρίως από την Πεντέλη. Το 1850 γίνεται λόγος για νερό, που είναι θολό και μυρίζει. Μεταξύ των διαμαρτυρόμενων συγκαταλέγεται και ο πρώτος δήμαρχος της πόλης, Ανάργυρος Πετράκης (1835-1837).

Ζητεί να καθαριστεί το δίκτυο της συνοικίας Γεράνι, κοντά στον σημερινό Αγιο Κωνσταντίνο (εξ ου και η παρακείμενη οδός Γερανίου). Αντλώντας νερό «εύρον εν αυτώ κόπρον», αναφέρει στο υπόμνημά του. Η βρώμα και η δυσωδία περίσσευαν στην Αθήνα. Πτώματα ζώων ρίχνονταν με άνεση στα ακάλυπτα οικόπεδα. Νερά λίμναζαν μπροστά στις αυλόπορτες. Οι χασάπηδες έσφαζαν τα ζωντανά στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν τον φόρο που έπρεπε να καταβάλουν αν χρησιμοποιούσαν τα δημοτικά σφαγεία. Εξαιτίας της κακής ποιότητας του πόσιμου νερού και της έλλειψης στοιχειωδών υγειονομικών μέτρων, συχνά εκδηλώνονταν μεταδοτικές ασθένειες. Τη δεκαετία του 1840 εξαπλώθηκε γρήγορα στον πληθυσμό εξανθηματικό νόσημα, που δεν ταυτοποιήθηκε. Κηλίδες στο δέρμα εμφάνισε ο ίδιος ο Oθων, που κατέφυγε στην Κηφισιά.

Το 1854, όταν δήμαρχος ήταν ο Ιωάννης Κόνιαρης, εκδηλώθηκε φοβερή επιδημία χολέρας. Η μετάδοση της επάρατης αρρώστιας έγινε από γαλλικό πολεμικό πλοίο, που μετείχε μαζί με αγγλικά σκάφη στον αποκλεισμό της Αθήνας και του Πειραιά λόγω του Κριμαϊκού πολέμου. Για τον περιορισμό της χολέρας αποκόπηκε η Αθήνα από το επίνειό της και απαγορεύθηκε κάθε μετακίνηση κατοίκων. Προς στιγμή φάνηκε ότι η επιδημία τέθηκε υπό έλεγχο. Ομως γρήγορα επανήλθε δριμύτερη.

Το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας προσπάθησε με ψυχραιμία να δώσει κάθε δυνατή βοήθεια στους πάσχοντες. Ωστόσο, ο δήμαρχος καταλήφθηκε από τέτοιο φόβο, που εγκατέλειψε και την πόλη και τη θέση του. Κατόπιν τούτου καθαιρέθηκε. Σε παραίτηση υποχρεώθηκε και ο δήμαρχος Πειραιά, Πέτρος Ομηρίδης. Του αποδόθηκε μομφή επειδή δεν είχε πάρει τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα. Οι συνέπειες της επιδημίας ήταν τρομακτικές. Οι νεκροί υπολογίζονται σε χιλιάδες. Το 1885 και το 1886 παρουσιάστηκε επιδημία ελωδών πυρετών, που κυρίως έπληξε τη συνοικία γύρω από το Εργοστάσιο Φωταερίου, το Γκάζι. Της δόθηκε το όνομα «Επιδημία του Γκαζοχωρίου».

Το 1905 η πρώτη ασφαλτόστρωση δρόμου
Εβρεχαν τους χωματόδρομους για να μη σηκώνεται σκόνη

Η σκόνη από τους χωματόδρομους, ο κονιορτός, αποτελούσε μια μόνιμη πληγή για την πόλη.

Απόπειρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε για πρώτη φορά από τον δήμαρχο Κωνσταντίνο Γαλάτη (1855-1857). Επί των ημερών του εφαρμόστηκε και ο νεωτερισμός του καταβρέγματος των οδών από βυτιοφόρα κάρα.

Μόλις το 1905, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη, αποφασίστηκε να εφαρμοστεί δοκιμαστικά στην Αθήνα η επίστρωση οδών με άσφαλτο. Στις 8 Αυγούστου της χρονιάς εκείνης ανατέθηκε σε αγγλική εταιρεία η επίστρωση με πεπιεσμένη άσφαλτο τμήματος της οδού Αιόλου.

Το πείραμα πέτυχε και στη συνέχεια προχώρησε η ασφαλτόστρωση τμημάτων των οδών Πανεπιστημίου και Πειραιώς, καθώς και της πλατείας Ομονοίας. Ακολούθησαν και άλλοι κεντρικοί δρόμοι.

Το πρόβλημα με τους χωματόδρομους θα συνεχιστεί για πολλές δεκαετίες. Το κατάβρεγμα των δρόμων, με κάρα στην αρχή ή με βυτιοφόρα αυτοκίνητα αργότερα, αποτελούσε μια ανακούφιση.

Ομως η πρωτεύουσα ήταν αντιμέτωπη με τη λειψυδρία και δεν ήταν δυνατό να σπαταλιέται έτσι το νερό. Ο δήμαρχος Σπύρος Πάτσης (1917-1920, 1922-1929) πρόκρινε το θαλασσινό νερό. Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου έγινε δεκτή από την κυβέρνηση.

Τη μεταφορά του θαλάσσιου ύδατος στην Αθήνα επιφορτίστηκε η αγγλική εταιρεία Ούλεν, που είχε αναλάβει και την κατασκευή του μεγάλου έργου στον Μαραθώνα για τη διαμόρφωση της τεχνητής λίμνης. Ετσι έγινε. Και τα έξοδα βάρυναν εξ ολοκλήρου την εταιρεία, που ούτως ή άλλως είχε συνάψει μια επικερδέστατη σύμβαση για την υδροδότηση της Αθήνας.

Το έργο εξαφανισε τις μολύνσεις και τις ασθένειες
«Ανάσα» με την κατασκευή υπονόμων

Ορισμένες περιοχές της πρωτεύουσας είχαν πάρει ονόματα αντίστοιχα του ρυπαρού περιβάλλοντος που τις χαρακτήριζε. Δεν ήταν όλες μακριά από το κέντρο. Χεζοπόταμος ονομαζόταν η γειτονιά της σημερινής οδού Βουκουρεστίου, όπου τώρα φωτίζονται οι ακριβότερες βιτρίνες της πόλης.

Χεζολίθαρο λεγόταν η περιοχή ανάμεσα σε Μεταξουργείο και Βοτανικό. Εκεί ήταν και ο Μπύθουλας, με τα λιμνάζοντα νερά. Το 1908 το Δημοτικό Συμβούλιο θέλησε να εξευγενίσει τα τοπωνύμια. Το Χεζολίθαρο και τον Μπύθουλα (όλη μαζί την περιοχή) βάφτισε Ακαδημία Πλάτωνος. Κοντά βρισκόταν και ο Μινώταυρος, δηλαδή το τέλμα, που απλωνόταν γύρω από την εκκλησία του Προφήτη Δανιήλ.

Οι Αθηναίοι ξέρουν ότι όλη αυτή η περιοχή διασχίζεται σήμερα από την οδό Σπύρου Πάτση. Δόθηκε στον δρόμο το όνομα του δραστήριου δημάρχου, διότι με δικές του ενέργειες έφυγε από εκεί η βρώμα και η δυσωδία.

Οι εστίες μολύνσεων και ασθενειών εξαφανίστηκαν με την κατασκευή αποχετευτικού αγωγού μήκους 7.875 μέτρων, καθώς και υπονόμων μεγάλων διαστάσεων. Συνολικά δαπανήθηκαν 22 εκατομμύρια δραχμές, ποσό μεγάλο για την εποχή. Καλυφτήκανε, επίσης, τα μεγάλα ρέματα των οδών Καβάλας και Μαρωνείας, που διέρχονταν μέσα από πυκνοκατοικημένες περιοχές και αποτελούσαν πηγές νοσηρότητας,

Τα μεγάλα αυτά εξυγιαντικά έργα απάλλαξαν τη συνοικία από τις δυσώδεις και αποπνικτικές αναθυμιάσεις. Τα διοχετευόμενα ακάθαρτα νερά απορρίφθηκαν στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, μέσα στη θάλασσα και σε απόσταση 700 μέτρων από την ακτή.

Στο μυαλό του βενιζελικών φρονημάτων Σπύρου Πάτση βρισκόταν κατ’ εξοχήν το ζήτημα να εξασφαλιστεί η καθαριότητα της πόλης. Επί των ημερών του η δημοτική Αρχή εξασφάλισε την αντικατάσταση του απαρχαιωμένου τρόπου αποκομιδής των απορριμμάτων με κάρα καθαριότητας.

Αγόρασε 15 σύγχρονα αυτοκίνητα, που αποτέλεσαν σοβαρό βήμα προς την εξυγίανση στον ζωτικό τομέα της δημοτικής μέριμνας, τον συνδεόμενο με την υγεία των κατοίκων της πόλης, αλλά και την εμφάνισή της.

Η αύξηση των οχημάτων καθαριότητας και των καταβρεχτήρων δημιούργησε την ανάγκη να διαμορφωθούν χώροι στάθμευσης και ασφαλούς φύλαξης. Ετσι, αποκτήθηκαν τα πρώτα δημοτικά γκαράζ.

Ο Δήμος για τον σκοπό αυτό αγόρασε το 1928 μεγάλο οικόπεδο στην αρχή της οδού Λιοσίων. Εκεί βρίσκεται σήμερα το κτίριο που στεγάζει τις διοικητικές υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων. Αλλος ένας χώρος στάθμευσης διαμορφώθηκε σε δημοτικό οικόπεδο στους Αμπελόκηπους, κοντά στο γήπεδο του «Παναθηναϊκού».