Στο έλεος της φθοράς

Της Σταυρούλας Παπασπύρου (spapa@enet.gr ), 7 – 10/02/2008, Ελευθεροτυπία

Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Εφη Λυγκούρη έφερνε με τις ανασκαφές της στο φως ίχνη από το «Λύκειο του Αριστοτέλους» σε οικόπεδο της οδού Ρηγίλλης, η είδηση για το «εύρημα του αιώνα» έκανε το γύρο του κόσμου κι έρχονταν τα πάνω κάτω στα σχέδια οικοδόμησης του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης με δωρεά του Ιδρύματος Γουλανδρή.

Το ενδεχόμενο να συστεγαστούν τα ευρήματα μ’ ένα σύγχρονο κτίριο, όπως έμελλε να συμβεί με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, έμοιαζε αφάνταστα προκλητικό εκείνη την εποχή. Συζητήθηκε μεν, αλλά σχεδόν αμέσως απορρίφθηκε. Τόσο μεγάλο ήταν το δέος των επιστημόνων.Πού να το φανταζόταν η καταξιωμένη αρχαιολόγος ότι έντεκα χρόνια αργότερα θα καλούνταν να εξηγήσει στον υπουργό Πολιτισμού της χώρας πόσο σημαντικά είναι αυτά τα «ταπεινά ερείπια» και για ποιο λόγο πρέπει η πολιτεία να τα προφυλάξει και να τ’ αναδείξει, κι ας χρειάζεται να καταξοδευτεί. Να, όμως, που συνέβη! Κι όπως πληροφορήθηκε ο Μ. Λιάπης, κατά την ξενάγησή του στο υπό διαμόρφωση πολιτιστικό πάρκο γύρω από το Βυζαντινό Μουσείο, τον περασμένο Νοέμβριο, τα παραπάνω λείψανα, τα θεμέλια μιας παλαίστρας συγκεκριμένα, αποτελούσαν τμήμα ενός από τα αρχαιότερα γυμνάσια της Αθήνας, ενός στρατώνα όπου στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχε ιδρύσει κι ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική του σχολή.

Πράγματι, σύμφωνα και με την επιστημονική ορολογία, τα ευρήματα είναι «ταπεινά», δίχως ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία: για την εκγύμναση των αθηναίων οπλιτών και ιππέων δεν απαιτούνταν τίποτε εντυπωσιακές εγκαταστάσεις, απλές κατασκευές χρειάζονταν, κτίρια από πέτρα και λάσπη βασικά.

Η ιστορική και συμβολική τους σημασία, ωστόσο, είναι τεράστια, καθώς αποτελούν τεκμήρια ενός από τα πρώτα πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν στον κόσμο, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας από τους θεμελιωτές του δυτικού πολιτισμού. Και το να παραμένουν σαν… αχταρμάς στο έλεος των νερών που κατεβαίνουν απ’ τον Λυκαβηττό και τα διαβρώνουν τόσα χρόνια, κάθε άλλο παρά τιμούν μια χώρα που κομπάζει για το ένδοξό της παρελθόν.

Δεν είναι μόνο ο παραπάνω αρχαιολογικός χώρος που δεν έχει αναδειχτεί ακόμη όπως του αξίζει. Αντίστοιχη μοίρα επιφυλάχθηκε σε δύο ακόμη εξαιρετικά σημαντικά ευρήματα της δεκαετίας του ’90: στο Σπήλαιο του Ευριπίδη στη Σαλαμίνα (βλ. ρεπορτάζ στην επόμενη σελίδα), και στο Δημόσιο Σήμα, το δημόσιο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, όπου κατά τον 5ο π.χ. αιώνα θάβονταν οι επιφανείς πολίτες και οι πεσόντες ήρωες στα πεδία των μαχών!

* Οι ανασκαφές της Χάριτος Στούπα σε οικόπεδο του Μεταξουργείου όπου προγραμματιζόταν να υψωθεί μια σύγχρονη θεατρική σκηνή, έφεραν το 1997 στην επιφάνεια τα πρώτα απτά λείψανα του Δημοσίου Σήματος: μια σειρά από «πολυάνδρια», κτισμένα ταφικά μνημεία μ’ άλλα λόγια, φτιαγμένα από λαξευτό πωρόλιθο, συνδεδεμένα χρονικά με την περίοδο των μεγάλων συγκρούσεων από την επεκτατική πολιτική της Αθήνας οι οποίες οδήγησαν στο ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κι όπως στο νησί του Αργοσαρωνικού δεν υπάρχει ακόμα ούτε μια επίσημη πινακίδα που να ενημερώνει τους επισκέπτες ότι η σπηλιά στη θέση Περιστέρια υπήρξε το ησυχαστήριο του μεγάλου τραγικού, έτσι και στην περιοχή του Μεταξουργείου όλα προχωρούν σημειωτόν.

Οι ανασκαφές έχουν μείνει στη μέση

Οπως μας πληροφορούν η Χάρις Στούπα και η προϊσταμένη της Γ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Νικ. Βαλάκου, μια μικρή ανάδειξη του Δημοσίου Σήματος, της οποίας το κόστος κυμαίνεται μεταξύ 50.000 -60.000 ευρώ, έχει ενταχθεί στο Γ’ ΚΠΣ, και κατά τη διάρκεια του 2008 πέρα από την ειδική σήμανση και την περίφραξη του οικοπέδου επί της οδού Σαλαμίνος 35, θα τοποθετηθεί κι ένα διακριτικό στέγαστρο με δυνατότητα επέκτασης. Ωστόσο, οι επιβεβλημένες ανασκαφές έχουν μείνει στη μέση. Και για να πραγματοποιηθούν πρέπει πρώτα ν’ απαλλοτριωθούν τέσσερα ακόμη όμορα οικόπεδα στις οδούς Λεωνίδου και Πλαταιών και να κατεδαφιστούν τα ερειπωμένα κτίρια που βρίσκονται σε δύο από αυτά. Οσο για τα μέχρις στιγμής κεραμεικά ευρήματα, φυλάσσονται στις αποθήκες της Εφορείας, μέχρις ότου ανεγερθεί το Μουσείο των Αθηνών…

* Και η υπόθεση του Λυκείου; Σύμφωνα με τη Ν. Βαλάκου, οι καθυστερήσεις γι’ αυτό το πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας έργο «οφείλονται κατά κύριο λόγο στις προτεραιότητες που είχαν τεθεί ενόψει των Ολυμπιακών». Τώρα, όμως, που η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων έχει προχωρήσει, η επανέκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο ολοκληρώθηκε και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τις πύλες του, «έφτασε και η ώρα του Λυκείου».

Αρκεί, βέβαια, να καμφθούν οι δισταγμοί του Μιχάλη Λιάπη για την κατασκευή του εγκεκριμένου από το ΚΑΣ ήδη από το 2003 ειδικού στεγάστρου που θα καλύπτει το μνημείο και, φυσικά, να εξασφαλιστούν τ’ απαραίτητα γι’ αυτό κονδύλια. Εδώ και καιρό, όμως, είναι γνωστό ότι στον «κουμπαρά» του Δ’ ΚΠΣ δεν προβλέπεται κανένα επιχειρησιακό πρόγραμμα του ίδιου του ΥΠΠΟ. Μόνο μέσω των Περιφερειών μπορεί ν’ αντληθούν χρήματα, αν και εφόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες αντιμετωπίσουν το θέμα με την απαιτούμενη σοβαρότητα.

Η λέξη Λύκειο στην αρχαιότητα δεν είχε τη σημασία που της αποδίδουμε σήμερα. Δεν ήταν σχολείο αλλά ένα μεγάλο, κατάφυτο προάστιο έξω από τα τείχη της Αθήνας, που απλωνόταν ανάμεσα στην Πύλη του Διοχάρους, το Ολυμπιείο, τον Ιλισσό, τον Λυκαβηττό και τον Ηριδανό, κι είχε πάρει την ονομασία του από το ιερό του Λυκείου Απόλλωνος που δέσποζε στο κέντρο της περιοχής.

Οπως εξηγεί η Εφη Λυγκούρη, η ανακάλυψη των θεμελίων της Παλαίστρας του Γυμνασίου που λειτουργούσε στις όχθες του Ιλισσού δεν έδωσε απλώς πληροφορίες για την αρχιτεκτονική των κτιρίων ενός από τους τρεις αρχαιότερους στρατώνες των Αθηνών, μαζί μ’ εκείνους της Ακαδημίας Πλάτωνος και του Κυνοσάργους. Φανέρωσε και τα ανατολικά όρια της πόλης, λύνοντας έτσι έναν γρίφο για την τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας που παρέμενε σκοτεινός.

Ολα αυτά θα μπορούσαν να έχουν γίνει κοινό κτήμα με την οργανωμένη διαμόρφωση αυτών των τεσσάρων περίπου στρεμμάτων στην άκρη του Βυζαντινού Μουσείου. Το ζητούμενο, όπως λέει ο Δημήτρης Σβολόπουλος από τη Διεύθυνση Αναστηλώσεως Μνημείων, ήταν εξ αρχής μια σημαντική αρχιτεκτονική παρέμβαση στον σύγχρονο ιστό της πόλης που και τις αρχαιότητες θα προστάτευε μακροπρόθεσμα και ως πόλος έλξης για τον κόσμο θα λειτουργούσε. Παρά τις εργατοώρες και τη φαιά ουσία, όμως, που ξοδεύτηκαν μέσα σε κλίμα γενικευμένου ενθουσιασμού, την τελευταία πενταετία η υπόθεση σέρνεται μπροστά στα άδεια ταμεία και τις επιλογές της ηγεσίας του υπουργείου.

Η μελέτη που διακρίθηκε στο σχετικό διαγωνισμό, από επιτροπή στην οποία πρόεδρος ήταν ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπούρας, υπογράφεται από ομάδα με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα Κώστα Καραδήμο. Τι προβλέπει; Μια εντυπωσιακή στην όψη, ανάλαφρη, μεταλλική κατασκευή ύψους εννέα μέτρων, αποτελούμενη από έξι τόξα προορισμένα να καλυφθούν από μέσα με ξύλο και απ’ έξω με φύλλα οξειδωμένου χαλκού. Κάτι σαν αιωρούμενη ομπρέλα, θεμελιωμένη γερά στη μία μόνο άκρη της, δίχως άλλα υποστηλώματα, λουσμένη μέρα-νύχτα στο φυσικό και το τεχνητό φως. Μια κατασκευή εναρμονισμένη με το περιβάλλον, που θα μπορεί ν’ αντικρίζει ο περαστικός από την οδό Ρηγίλλης, η οποία αντί για πάρκινγκ θα μεταμορφωθεί σε μια υπερυψωμένη εξέδρα που θα χωρίζεται από την σαφώς οριοθετημένη ανασκαφή μ’ ένα πράσινο «χαλί».

Το κόστος του στεγάστρου υπολογίζεται γύρω στα 3,5 εκατομμύρια ευρώ, κι αν εξασφαλίζονταν σήμερα τα χρήματα σε δυόμισι χρόνια θα ήταν όλα στη θέση τους. Γιά την ώρα, όμως, ούτε η μελέτη δεν έχει αποπληρωθεί, καθώς από τα 400.000 ευρώ που της αναλογούν ούτε τα μισά δεν έχουν απορροφηθεί!

Ο Δ. Σβολόπουλος, από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του παραπάνω «μερακλίδικου» σχεδίου, δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του για τη σημερινή, κατακερματισμένη εικόνα του μνημείου με τα μικρά, προσωρινά στεγαστράκια που κάθε άλλο παρά προστατεύουν τα ευπαθή λείψανα από τα βρόχινα νερά. «Αυτά είναι μισές δουλειές», λέει. Μένει να δούμε τις επόμενες κινήσεις του υπουργού Πολιτισμού. Η διαδικασία ελέγχου των αρχιτεκτονικών σχεδίων που τεχνηέντως καθυστερεί, κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί. Και οι επιλογές είναι δύο: ή θα υψωθεί το στέγαστρο ή το μνημείο θα καταχωθεί…