Μια βραδιά… στο «Μεταξουργείο»

Της Νάταλι Χατζηαντωνίου, από την Ελευθεροτυπία
Αρμονικές αντιθέσεις

Ενα ζευγάρι σιγοκουβεντιάζει στη γλώσσα του καθισμένο σε δύο πλαστικές καρέκλες. Εκείνη έχει τεντώσει τα πόδια της που ξεκουράζονται μέσα σε φθαρμένες παντόφλες.

Κι εκείνος χαλαρώνει πίνοντας μια μπίρα. Δύο αγοράκια μοιράζονται εναλλάξ ένα παλιό ποδηλατάκι που έχει χάσει χρόνια τώρα την πατίνα του μεταλλικού κόκκινου. Στον ίδιο πεζόδρομο, λίγα βήματα πιο κάτω, ένα καλλιτεχνικό στέκι και εστιατόριο έχει ήδη στρώσει τραπέζια και έχει ανοίξει τις εσωτερικές πόρτες ώστε η τζαζ από το ηχοσύστημα του μπαρ να φτάνει μέχρι τις παρέες που συζητούν περί τέχνης.

Το αθηναϊκό down town και μια ανοιξιάτικη βόλτα στο Μεταξουργείο εν προκειμένω εξακολουθούν να ασκούν αυτή τη γοητεία της αντίφασης. Να συντηρούν μια αμφιθυμία. Η εικόνα της εργατικής οικογένειας των Πακιστανών, που συνεχίζουν τη ζωή τους σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη γειτονιά, με συμπεριφορά, ντύσιμο και όνειρα που παραπέμπουν σε μια τελείως άλλη εποχή της Αθήνας, αναδίδει και μελαγχολία. Αλλά όχι μόνο αυτό. Γιατί τα χαρούμενα ξεφωνητά των μικρών στο ποδήλατο, το αιγυπτιακό παντοπωλείο τής Μεγάλου Αλεξάνδρου πιο πέρα, τα κινέζικα εστιατόρια της Λεωνίδου, τα εργατικά καφενεία, αλλά και τα arty μπαρ και εστιατόρια, μερικά με το λούστρο της πολυτέλειας κι άλλα με την πολυχρωμία τού, συνεπούς με την περιοχή, multi-ethnic, φτιάχνουν ένα γοητευτικό «καλειδοσκόπιο». Κι αυτό με τη σειρά του εντείνει την ανοιξιάτικη ευφορία στον περαστικό, που χαζεύει με την αφέλεια και τον ενθουσιασμό Αμερικανού τουρίστα στο Κάιρο.

Η σκέψη για τον κόπο του μεροκάματου και το αβέβαιο μέλλον πολλών από όσους διασταυρώνονται μαζί μας κυκλοφορώντας σ’ αυτό το πιο οικείο τους κομμάτι της πόλης, μάλλον δεν ευδοκιμεί απόψε. Καλύπτεται από την έκπληξη που προκαλεί η συνύπαρξη της διαφορετικότητας σ’ αυτή την υποβαθμισμένη γειτονιά που ξενυχτά είτε πίνοντας μπίρες στους πεζόδρομους είτε καταναλώνοντας κρασί και εξωτικές γεύσεις και μουσικές σε μπαρ και εστιατόρια είτε μετρώντας ευρώ και προοπτικές σύντομης ηδονής κάτω από τα δεκάδες αναμμένα φωτάκια. Αυτά συγκεντρώνουν σμάρι τις πολύγλωσσες ανδροπαρέες σαν νυχτοπεταλούδες που αργά ή γρήγορα καίνε τα φτερά τους.

Η ταμπέλα σε ένα από τα καφενεία τής Μεγάλου Αλεξάνδρου διαχωρίζει τη θέση της, διαδηλώνοντας την καταγωγή του ιδιοκτήτη, όχι όμως και των θαμώνων. Στης «Αρτας το Γιοφύρι» πίνουν ούζα και μπύρες με μεζέ μια παρέα Ρώσων και πολλές Ελλήνων. Καφενεία είναι και ο «Αδωνις» της Λεωνίδου ή «Οι πυραμίδες της Αιγύπτου», που σερβίρουν, εκτός από τα συνήθη, και αργιλέδες.

Σε σταθμούς λεωφορείων, καφενεία, αραβικά μίνι μάρκετ και κινέζικα εστιατόρια, φούρνους, συνεργεία και ξενοδοχεία της περιοχής έχουν μοιράσει σοφά το φωτογραφικό υλικό της έκθεσης «Ωρες λειτουργίας» που διοργάνωσαν η Ρεβέκκα Καμχή και ο Ιταλός επιμελητής Πιερ-Λουίτζι Τάτζι. Οι φωτογραφίες σπουδαίων δημιουργών, που έρχονται από τις τέσσερις άκρες του κόσμου, συναντούν τους κατοίκους αυτής της αθηναϊκής Βαβέλ στην καθημερινότητά τους. Στα ράφια του αραβικού παντοπωλείου της γειτονιάς τα έργα του διάσημου Γούλφανγκ Τίλμανς συντροφεύουν ελληνικά και αραβικά προϊόντα.

Επιστρέφουμε στο καφενείο της Αρτας, που τα μεράκια τραγουδούν όπως παλιά με τη φωνή της Μοσχολιού και του Μητσιά σε ραδιοφωνική ακρόαση διακοπτόμενη από το θόρυβο που κάνει το τάβλι. Ακριβώς απέναντι, στη γωνία με την οδό Περδίκα (2) μας υποδέχεται η υψηλή αισθητική του σκούρου ξύλου και των κόκκινων αποχρώσεων του «Caminito Live-Τεχνοποιείον». Εστιατόριο κάτω και μπαρ επάνω που φιλοξενεί εναλλάξ σχήματα τζαζ, λάτιν ή και βραδιές με έντεχνα ελληνικά. Ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα και το τρίξιμο διακόπτει προς στιγμήν το μάθημα τάνγκο που παραδίδει με χάρη και ακρίβεια ένα λυγερόκορμο ζευγάρι χορευτών με υπόκρουση αργεντίνικους ρυθμούς των αρχών του περασμένου αιώνα.

Υποχωρούμε ακροπατώντας προς αναζήτηση άλλων όψεων της γειτονιάς. Το μπαρ-εστιατόριο «Νίξον» της Αγησιλάου υπόσχεται, εκτός από κάποιες μέρες κινηματογραφικών προβολών, άνετα δερμάτινα σεπαρέ και φάνκι διαθέσεις στην κονσόλα, ένα ακόμα κομμάτι της έκθεσης «Ωρες Λειτουργίας». Και το εκλεπτυσμένο Cabaret Voltaire στη Μαραθώνος, λίγο πριν από το φοιτητο-καφενείο «Αστάρι», συνδυάζοντας την ψυχρότητα της βιομηχανικής αισθητικής με τη θερμή και πολυτελή αίσθηση που προκαλούν τα έπιπλα-αντίκες και το παλιό πιάνο δίπλα ακριβώς σε μια πρέσα παλιού ξυλουργείου είναι ένα όμορφο live club που προσφέρει από σαλάτες μέχρι οστρακοειδή κι από αφρικανικούς ρυθμούς μέχρι τραγούδια των καμπαρέ.

Φεύγουμε με τα πόδια χαζεύοντας την αμείωτη δραστηριότητα της γειτονιάς. Μια τελευταία ταμπέλα σε ένα μαγαζί με καλοκαιρινά ρούχα αναβοσβήνει, επισημαίνοντας το αυτονόητο: «Αντιθέσεις»…

Μια σύντομη κουβέντα με το Μανώλη Μπαμπούση…

Της Έφης Μπίρμπα, από το eikastikon

Τον συνάντησα στο εργαστήρι της φωτογραφίας, στην Καλών Τεχνών, λίγο πριν το μάθημά του. Στα πέντε χρόνια της δραστηριότητάς του εδώ, έχει εγκαταστήσει ένα πλήρως εξοπλισμένο τεχνολογικά Laboratory υψηλών προδιαγραφών, ακόμη και για τις απαιτήσεις μιας ανωτάτης σχολής. Ο ίδιος, όπως τον κοιτάζω, φαίνεται να έχει την ίδια εσωτερική ανησυχία της πρώτης μέρας, όταν ήρθε στη Σχολή να διδάξει. Από τότε κιόλας κατάφερε να κερδίσει το ενδιαφέρον των φοιτητών του και να τους κάνει να πιάσουν μια Leica ή μια μυθική Hasselblad, αποθανατίζοντας εικόνες της καθημερινότητας, εικόνες του κόσμου των Αθηνών!

eikastikon: Τι μπορεί όμως να προσφέρει το Αθηναϊκό αστικό τοπίο σ΄ έναν καλλιτέχνη;

Μανώλης Μπαμπούσης: Το Αθηναϊκό τοπίο το συναντάμε σε όλη την Ελλάδα. Ένα τοπίο συνεχών εκπλήξεων χωρίς μέτρο και αποτυπωμένη διαχρονικά την ιστορία του. Ένας χώρος ονείρου όπου όλα είναι δυνατά. Μια παράθεση από ίχνη αλλεπάλληλων στρώσεων ανευθυνότητας και αδιαφορίας, αλλά και ο προνομιακός χώρος της ζωής μας και των φίλων μας. Προσφέρει την όψη του μπαλωμένου, του πρόχειρου και της εγκατάλειψης ακόμα και στα καινούργια, τα ετοιμοπαράδοτα. Η έλλειψη αγάπης για όλα. Το περιβάλλον, το πράσινο, τον άλλον, το άλλο, το ξένο, αλλά προσφέρει το τοπίο των εμμονών μας, του έρωτα, του απρόσμενου και του αναμενόμενου.

Βλέπουμε την απόσυρση κάθε ατομικής ευθύνης και τη μετατόπιση σε εύκολα κοινότοπα ευχολόγια αλλά και τις καθοριστικές έτσι κι αλλιώς πολιτικές ευθύνες. Νομίζω πως βλέπουμε ό,τι είμαστε έτοιμοι να δούμε. Αυτό που δείχνουμε είναι η ματιά μας που καλό είναι αν μπορούμε να τη διατηρήσουμε ενάντια στο σουπερμάρκετ των εικόνων και τον προκατασκευασμένο οπτικό τουρισμό.

Η διάθεση μου αιωρείται ανάμεσα στην ανάγκη ενατένισης χωρίς μπαλώματα, δηλαδή στη προσπάθεια που απαιτείται να δείχνεις και να προσδιορίζεις κάτι με ακρίβεια για να νιώσεις την ποιότητα και την γοητεία που κατοικεί στα μπαλώματα.

Είναι σαν να βαδίζεις σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Προτιμώ για παράδειγμα τις σκέψεις και τις αισθήσεις που μπορεί να προκαλέσει ακόμη ο Κεραμεικός και το Μεταξουργείο με τη φθορά και την άναρχη και εφήμερη συνύπαρξη της πρόσφατης και παλαιότερης ιστορίας τους, από την ομογενοποιημένη Ντίσνεϊ-Λαντ του Ψυρρή, αυτό το απέραντο ισόγειο των δήθεν παραδοσιακών καφενείων, ή από το απαστράπτον κιτς των βορείων προαστίων και όχι μόνο. Με έλκει το πολιτισμικό ανακάτωμα έστω μπαλωμένο στην κυριολεξία, ανθρώπων, κτιρίων, αντικειμένων, η γοητεία του αδιαμόρφωτου, από την θέα ενός καλογυαλισμένου 4Χ4 με οδηγό το ξανθό πρότυπο της αποστειρωμένης κυρίας και τα αμόλυντα παιδιά στο πίσω κάθισμα, που ανακαλύπτουν την down town. Θα ήθελαν για να την κατοικήσουν να την ομογενοποιήσουν με τα άλλα, να εξαλείψουν τις διαφορές. Δηλαδή να μετατρέψουν την ταυτότητα σε στερεότυπα.

Κάθε φορά που ακούω για αναβάθμιση, λέω «χάθηκε». Εξαίρεση αποτελούν ελάχιστες περιπτώσεις . Γιατί το νέο έχει αξία και θέση όταν συνεχίζει την ιστορία, όταν, όπως έλεγε ο Κουνέλλης, «τα όνειρα διατηρούν τηn ίδια ποιότητα». Και η ποιότητα προϋποθέτει μία κρίση και μία ηθική. Για να δούμε το τοπίο χρειάζονται όλες οι αισθήσεις και οι προηγούμενες εμπειρίες.

eikastikon: Πρόσφατα πραγματεύτηκες ένα ενδιαφέρον ζήτημα, τα Α.Τ.Μ. της πόλης (μηχανήματα αυτόματης ανάληψης τραπεζών), με μια ιδιαίτερη ματιά: έστεκαν ως ναοί – μνημεία ενός άλλου, σύγχρονου πια αιγυπτιακού πολιτισμού. Στη δουλειά σου πραγματικά φαίνεται να παίζει το πραγματικό με το φαντασιακό…

Μανώλης Μπαμπούσης: Σε μία δουλειά το σημείο εκκίνησης είναι αδιάφορο, δεν υπάρχουν σημαντικά κι ασήμαντα. Είναι η ανάπτυξη του θέματος που θα διαβαθμίσει την πράξη μας. Εντοπίζουμε και ενεργοποιούμε μία δύναμη, μία ενέργεια, μία αίσθηση και μια σκέψη. Τα ΑΤΜ, το 97-98, τα είδα σαν σύγχρονα πορτρέτα μιας παγκόσμιας πραγματικότητας για αυτό τα ονόμασα και τα παρουσίασα σαν μπούστα. Είναι τα τοτέμ του σημερινού πολιτισμού που κουβαλούν μια εξουσία, μια ιερότητα, μία πίστη όμοια σχεδόν με εκείνη των θρησκευτικών μνημείων…

[- Καλησπέρα, Δάσκαλε!
– Καλησπέρα! Έρχομαι σε λίγο…

έχει αρχίσει να μπαίνει κόσμος στο εργαστήρι. Τον χαιρετούν και η κουβέντα μας γίνεται αδύναμη με τόσες διακοπές. Προλαβαίνω να κάνω άλλη μια ερώτηση.]

eikastikon: Τελικά, τι νομίζεις ότι συμβαίνει ή δε συμβαίνει στο εικαστικό τοπίο της σημερινής Αθήνας;

Μανώλης Μπαμπούσης: Η Ελλάδα παραμένει μια μικρή χώρα στο διεθνή καλλιτεχνικό χάρτη. Υπάρχει μία δηλωμένη διάθεση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να πέσουν τα σύνορα και η δουλειά τους να γίνει ευρέως γνωστή. Το τοπίο της τέχνης δε διαφέρει όμως από το τοπίο της Αθήνας, ένα σκληρό δύσβατο τοπίο, όπως το ανέφερα πριν. Η γοητεία και το βάσανο του αδιαμόρφωτου. Τα μπαλώματα και τα στερεότυπα, η αναβάθμιση και η απώλεια. Η προχειρότητα και η αδιαφορία. Η εξουσία και ο έλεγχος, όπου όλα όμως επιτρέπονται. Η ιδεολογία της ευκολίας, όλα γρήγορα.

Τι συμβαίνει όμως με τον Υπουργό Πολιτισμού και τους πολιτικούς υπεύθυνους που δε γνωρίζουν, και διερωτώνται γιατί το πορτρέτο δε μοιάζει με το πρωτότυπο, γιατί τα έργα είναι στο πάτωμα, ή εγκαινιάζουν μία εικαστική έκθεση φορώντας μαύρα γυαλιά. Τι συμβαίνει με τους διευθυντές των μουσείων και των άλλων θεσμών που αναλώνονται δυστυχώς κύρια στις μάχες που δίνουν για την θέση τους και όχι για τη γνώση και την αξιοποίηση της παραγωγής, ή την προώθηση της στο εξωτερικό. Από τους γκαλερίστες που πάνε στις διεθνείς εκθέσεις σαν κοινωνικό γεγονός και δεν έχουν γνώσεις για το αντικείμενο τους, από τους επιμελητές που επιλέγουν ό,τι τους μοιάζει με αυτό που ήδη βλέπουν υλοποιημένο έξω της μόδας και αλλάζουν κάθε φορά, ανάλογα με το pret-a-porter της Ν. Υόρκης του Βερολίνου και του Λονδίνου. Με τις παρέες κριτικών–συλλεκτών και την προώθηση των φίλων με την απαραίτητη αποσιώπηση των… «εχθρών-καλλιτεχνών».

Οι καλλιτέχνες, ιδιαίτερα οι νέοι αλλά και οι παλαιότεροι, θα έπρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να βρίσκουν εναλλακτικούς χώρους, οι ίδιοι να γνωρίζουν τα έργα για να μπορούν να τα τοποθετούν ιστορικά. Είναι περίπου όπως το ισοζύγιο εισαγωγών–εξαγωγών. Για να εξάγεις, πρέπει όλη η αλυσίδα παραγωγής να έχει ποιότητα. Πρέπει να βγούμε από αυτή την οικογενειακή κατάσταση στην οποία οι περισσότεροι είμαστε μέρος του προβλήματος, από τις ασυνάρτητες ανιστόρητες κριτικές, από τις προσωπικές εμπάθειες. Είναι προτιμότερο να κάνει ο καθένας ότι μπορεί καλύτερο στον χώρο του. Δεν είμαι όμως απαισιόδοξος, γιατί ευτυχώς υπάρχουν οι εξαιρέσεις και βλέπουμε το αυθεντικό όπου υπάρχει και υπάρχει!