Κτήριο Βάιλερ: ο αφανής συγκάτοικος του Μουσείου Ακροπόλεως

597549a73d750.jpg

Το Μουσείο Ακροπόλεως είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό κτήριο που δεσπόζει σήμερα στη συνοικία Μακρυγιάννη. Οι αίθουσές του στεγάζουν πολλές και σημαντικές καλλιτεχνικές δημιουργίες της αρχαιότητας, όπως οι Καρυάτιδες, και κάποια τμήματα από τη ζωοφόρο του Παρθενώνα. Δίπλα στο μουσείο όμως, στον ίδιο περιφραγμένο χώρο, βρίσκεται ένα άλλο κτήριο, πολύ παλιό και πετρόχτιστο, το οποίο δεν κουβαλάει λιγότερη ιστορία. Πότε και γιατί κατασκευάστηκε; Ποια ήταν η πορεία του μέσα στο χρόνο και ποιος είναι ο σημερινός του ρόλος;

Η ιστορία του συγκεκριμένου κτηρίου ξεκινά λίγο μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, την εποχή που η ανοικοδόμηση της Αθήνας προχωρούσε με βάση τα πολεοδομικά σχέδια δύο σπουδαίων αρχιτεκτόνων: του Έλληνα Σταμάτη Κλεάνθη και του Γερμανού Έντουαρτ Σάουμπερτ. Την ίδια περίοδο, ο βασιλιάς Όθωνας αποφάσισε να αναδιοργανώσει την υγειονομική υπηρεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας αποφασίστηκε η ανέγερση στρατιωτικού νοσοκομείου, απέναντι από το σπίτι του στρατηγού Μακρυγιάννη, στην περιοχή η οποία φέρει ακόμα το όνομά του. Έτσι, η κυβέρνηση προχώρησε στην οικοδόμηση του λεγόμενου μεγάρου Βάιλερ, του κτηρίου δηλαδή που βρίσκεται σήμερα δίπλα από το Μουσείο Ακροπόλεως.

Η ονομασία του οφείλεται στο Βαυαρό υπολοχαγό του μηχανικού Βίλχεμ φον Βάιλερ (Wilhelm von Weiler), ο οποίος παράλληλα ήταν αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Σε εκείνον ανατέθηκε ο σχεδιασμός και η κατασκευή του πρώτου στρατιωτικού νοσοκομείου, η οποία διήρκεσε από το 1834 ώς το 1836.

νοσοκομειο

Το νέο κτήριο, που ακολουθεί το γερμανικό νεορομαντικό ρυθμό, έμελλε να περάσει πολλές περιπέτειες, μέσα σε ταραγμένους καιρούς της ελληνικής ιστορίας. Στις 14 Οκτωβρίου 1849, μια πυρκαγιά προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές στο μέγαρο Βάιλερ. Το περιστατικό συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας και το προσωπικό του νοσοκομείου αιφνιδιάστηκε. Οι φλόγες εξαπλώθηκαν γρήγορα και οι πυροσβέστες που κατέφθασαν στου Μακρυγιάννη χρειάστηκαν πολλές ώρες μέχρι να σβήσουν τελικά τη φωτιά. Για λόγους ασφαλείας κρίθηκε υποχρεωτική η μεταφορά 120 νοσηλευόμενων ασθενών σε παρακείμενα σπίτια. Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή, ώστε ο Όθωνας αναγκάστηκε να μεταβεί ο ίδιος στο στρατιωτικό νοσοκομείο, συμμετέχοντας ενεργά στις προσπάθειες κατάσβεσης και εμψυχώνοντας τους πυροσβέστες. Ευτύχημα πάντως ήταν το ότι, παρά τη σφοδρότητα της πυρκαγιάς, δεν υπήρξαν νεκροί εκείνη τη νύχτα, παρά μόνο υλικές ζημιές.

Κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) η Βρετανία, η Γαλλία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη Ρωσία. Ο Όθωνας, προσβλέποντας σε ήττα των τριών συμμάχων, διέταξε το στρατό του να εισχωρήσει στις τουρκοκρατούμενες Θεσσαλία και Ήπειρο, ενώ παράλληλα υποκίνησε εξεγέρσεις των υποδούλων. Για να τον εμποδίσουν, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά. Η κατοχή αυτή θα διαρκούσε από το 1854 ώς το 1857 και μαζί με την ήττα των Ρώσων ματαίωσε τα σχέδια του Όθωνα. Το χειρότερο όμως ήταν ότι τα συμμαχικά στρατεύματα έφεραν μαζί τους τη χολέρα, προκαλώντας μια από τις πιο θανατηφόρες επιδημίες στην ιστορία της Αθήνας. Την περίοδο εκείνη το στρατιωτικό νοσοκομείο στου Μακρυγιάννη είχε γεμίσει ασφυκτικά από τους ετοιμοθάνατους ασθενείς, ο αριθμός των οποίων ξεπερνούσε κατά πολύ τη χωρητικότητα του κτηρίου. Όταν τελικά κόπασε η επιδημία, γύρω στα 3.000 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους.

Το 1899 το μέγαρο Βάιλερ υπέστη ολοκληρωτική ανακαίνιση και συνέχισε να λειτουργεί ως στρατιωτικό νοσοκομείο μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1918. Κατά τη δεκαετία του 1920 αποφασίστηκε η παραχώρησή του στο Ταμείο Εθνικής Άμυνας, ενώ από το 1930 στέγαζε το σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Την ίδια εποχή, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να κατεδαφίσει το κτήριο του Βάιλερ, προκειμένου να ανεγερθεί στη θέση του ένα νέο δικαστικό μέγαρο. Υπήρξαν όμως έντονες αντιδράσεις από τον επιστημονικό και καλλιτεχνικό χώρο και έτσι το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1932.

Το κτήριο πέρασε τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας του κατά τα Δεκεμβριανά του 1944, όταν στην Αθήνα ξέσπασαν ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά και τις δυνάμεις της κυβέρνησης και των Βρετανών από την άλλη. Ουσιαστικά επρόκειτο για την πρώτη φάση του εμφύλιου σπαραγμού, ο οποίος θα διαρκούσε μέχρι το 1949. Όντας στρατώνας του συντάγματος Μακρυγιάννη, το μέγαρο Βάιλερ έγινε πεδίο πολύνεκρης μάχης μεταξύ ΕΛΑΣιτών και χωροφυλάκων, οι οποίοι υποστηρίζονταν από βρετανικά τεθωρακισμένα. Οι εχθροπραξίες έληξαν με ήττα του ΕΛΑΣ, αλλά και οι δύο παρατάξεις είχαν πληρώσει βαρύτατο φόρο αίματος.

Μετά τη μάχη, η συνοικία Μακρυγιάννη ήταν γεμάτη συντρίμμια και πτώματα. Κάποια γειτονικά κτήρια φέρουν ακόμα και σήμερα σημάδια από σφαίρες. Το μέγαρο Βάιλερ είχε υποστεί τεράστιες ζημιές και έκτοτε σταμάτησε κάθε χρήση του. Θα περνούσαν πάνω από τριάντα χρόνια μέχρι το ελληνικό Δημόσιο να ενδιαφερθεί ξανά για την τύχη του. Το 1973, το οικοδόμημα του Βάιλερ χαρακτηρίστηκε διατηρητέο και το 1977 παραχωρήθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού. Κατά καιρούς προτάθηκε η χρήση του ως μουσείου ιατρικής, χωροφυλακής ή ιστορίας των Αθηνών, αλλά όλες αυτές οι ιδέες απορρίφθηκαν. Τελικά, κατά τη δεκαετία του 1980, το κτήριο δόθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ την περίοδο 1985-1987 πραγματοποιήθηκε η γενική επισκευή του.

bailer

Δίλημμα προέκυψε σχετικά με την έκταση της ανακαίνισης του μεγάρου Βάιλερ και πιο συγκεκριμένα για το αν θα έπρεπε να αποκατασταθούν ή όχι οι πεσμένοι σοβάδες. Το κτήριο στην αρχική του μορφή ήταν επιχρισμένο, δηλαδή οι επιφάνειες των τοίχων ήταν καλυμμένες. Κατά τις μάχες των Δεκεμβριανών, όμως, οι σοβάδες έπεσαν εντελώς, με αποτέλεσμα οι πέτρες και τα τούβλα να είναι πλέον εμφανή. Τελικά αποφασίστηκε να μη γίνει εκ νέου επικάλυψη των τοίχων και η εξωτερική επιφάνεια του κτηρίου παρέμεινε ως έχει, χωρίς περισσότερα επιχρίσματα.

Από το 1987, το κτήριο Βάιλερ λειτουργεί ως έδρα του Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως, ενώ εκεί βρίσκονται και διάφορες διοικητικές υπηρεσίες του νέου μουσείου. Στον ίδιο χώρο στεγάζεται επίσης η Ένωση Φίλων της Ακροπόλεως, η οποία ιδρύθηκε το 1988. Αυτός είναι μέχρι στιγμής και ο τελευταίος σταθμός του μακρού ταξιδιού που είχε το πολύπαθο οικοδόμημα, μέσα στην ιστορία. Περίπου 180 χρόνια μετά την κατασκευή του, έχοντας περάσει από πολέμους, καταστροφές και επιδημίες, στέκει σήμερα στο χώρο του νέου μουσείου, επισκιασμένο από το διάσημο γείτονά του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εγκαίνια του κτηρίου Βάιλερ ως Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου 1987. Την ημέρα εκείνη συμπληρώνονταν ακριβώς 300 χρόνια από τότε που το βενετικό πυροβολικό του Φραγκίσκου Μοροζίνι βομβάρδισε την τουρκική φρουρά στην Ακρόπολη, καταστρέφοντας τα Προπύλαια και τον Παρθενώνα.

Πηγή

Πανεπιστημίου & Σταδίου: Η «Λεωφόρος με τις γαζίες» & η «Οδός των ακακιών»

1

Στα μέσα του 19ου αιώνα, πριν εφαρμοστεί το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης από τον Όθωνα, το κέντρο της Αθήνας διέσχιζε ένα ρέμα που κατέβαινε από το Λυκαβηττό, ο Βοϊδοπνίχτης. Το 1859 το ρέμα μπαζώθηκε, οι χωματόδρομοι έγιναν κεντρικοί οδοί και ξεκίνησαν οι εργασίες για την αναμόρφωση του πυρήνα της πρωτεύουσας. Οι βασικές οδικές αρτηρίες έπρεπε να συνδέουν τις δύο κεντρικές πλατείες, το Σύνταγμα και την Ομόνοια. Συνολικά σχεδιάστηκαν τρεις δρόμοι που θα εξυπηρετούσαν αυτόν το σκοπό. Ο ένας ήταν η σημερινή οδός Σταδίου, η οποία πήρε το όνομα της από τα αρχικά πολεοδομικά σχέδια, καθώς προβλεπόταν να φτάνει μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο. Τελικά, ο δρόμος κατέληξε στο Σύνταγμα και στα πεζοδρόμια του φυτεύτηκαν ακακίες, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστή ως η «οδός των Ακακιών», όπως βλέπουμε και στην αρχική εικονογράφηση.

2

Η οδός Σταδίου στις αρχές του 20ου αιώνα

Την περίοδο εκείνη, η ονοματοδοσία των δρόμων, όπως και πολλών περιοχών, δινόταν από ένα χαρακτηριστικό τους. Στην καινούργια τότε οδό, δύο σειρές από πρασινοκίτρινες ακακίες απλώνονταν κατά μήκος των πεζοδρομίων και κοσμούσαν τον περίγυρο του δρόμου. Oι ακακίες φυτεύτηκαν πρώτη φορά στην Ελλάδα, κυρίως στις πόλεις για διακοσμητικούς λόγους, τον 19ο αιώνα. Είναι φυλλοβόλα δέντρα με μικρά άνθη και προέρχονται κυρίως από την Αφρική και την Αυστραλία.

3

Η Σταδίου με τις ακακίες περί το 1900. Πεζοι, ποδηλάτες και τραμ σε μια πόλη με κεραμοσκεπές και αρχοντικά.

Το 1911 ο δήμος Αθήνας ξερίζωσε τα όμορφα δέντρα, κάτι που λύπησε τους Αθηναίους. Ο ποιητής Πολύβιος Δημητρακόπουλος έγραψε για τις περίφημες ακακίες της Σταδίου: «Προς χάριν της κυκλοφορίας των ευγενών μας των ποδών εκόψαμεν τας ακακίας εις του Σταδίου την οδόν. Ήσαν οι δόλιες α-κακίες κι εθεωρούντο περιττές· αν ήτανε κι αυτές κακίες, δεν θα τις κόβαμε ποτές.»

4

Πανεπιστημίου 1887. Την αποκαλούσαν το Μεγάλο Βουλεβάρτο

5

Η οδός Πανεπιστημίου το 1912, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Παράλληλα της οδού Σταδίου, βρισκόταν ο χαρακτηριστικότερος δρόμος της νεοσύστατης πρωτεύουσας, η σημερινή οδός Πανεπιστημίου. Τότε, ήταν γνωστός ως «οδός Βουλεβάρτου» ή «λεωφόρος με τις γαζίες», καθώς μοσχοβολούσε από τις γαζίες που ήταν φυτεμένες στα φαρδιά του πεζοδρόμια.

6

Αθήνα, οδός Πανεπιστημίου, 1900. Το Μεγάλο Βουλεβάρτο, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη – Νεοελληνική Ιστορική Συλλογή Κωνσταντίνου Τρίπου

Όταν διαμορφώθηκε, θύμιζε τις λεωφόρους των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Όπως στα παριζιάνικα Βουλεβάρτα, οι αστοί είχαν την ευκαιρία να κάνουν τον περίπατό τους ανάμεσα στα μοσχομυριστά άνθη των φυτών. Οι γαζίες έχουν κιτρινωπά άνθη και ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη μυρωδιά τους. Αργότερα, η «λεωφόρος με τις γαζίες» μετονομάστηκε σε «οδό Πανεπιστημίου» από το ομώνυμο κτίριο και οι γαζίες εξαφανίστηκαν. Τα αρχοντικά κατεδαφίστηκαν και η κεντρική οδός πήρε τη σημερινή της μορφή.

7

Αθήνα 1912. Σπάνια απεικόνιση της οδού Πανεπιστημίου το 1912 με δεντράκια, ηλεκτρικό τραμ και ηλεκτροδότηση από στύλους που είχαν κεραμικές ασφάλειες. Ταυτοποίηση Φωτογραφίας Δέσποινα Δρεπανιά. Φωτο: ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΙΑ  

Πηγή