Προσωπικότητες που έζησαν στο Μεταξουργείο

Σωτήρης Σπαθάρης

Γεννήθηκε το 1892 στη Σαντορίνη και μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Πατέρας του διάσημου δάσκαλου του θεάτρου σκιών, Ευγένιου. Ο Σωτήρης Σπαθάρης ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης του είδους που εισήγαγε στον Καραγκιόζη την λεγόμενη διαφημιστική «ρεκλάμα», χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής που κατόπιν υιοθετήθηκε και από άλλους καραγκιοζοπαίκτες. Επίσης, θεωρείται και ο δημιουργός της «αποθέωσης», του έμψυχου, δηλαδή, θεατρικού επιλόγου των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνευόταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίκτη και τους βοηθούς του. Υπήρξε, τέλος, ένας από τους πρώτους ιδρυτές και ένθερμους υποστηρικτές του Πανελλήνιου Σωματείου Καραγκιοζοπαικτών που σχηματίστηκε το 1924

Αντώνης Σαμαράκης- συγγραφέας

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με μεγάλη κοινωνική δράση υπήρξε από τους δημοφιλέστερους Έλληνες τόσο ως συγγραφέας όσο και ως ενεργός πολίτης.

Αλέκος Φασιανός- ζωγράφος

Με την τελευταία του δουλειά «Ο μύθος της γειτονιάς μου», που εκτίθενται στον σταθμό του Μετρό, στο Μεταξουργείο, μας οδηγεί σε κόσμο γεμάτο χρώματα και εικόνες άλλης εποχής. Κρυμμένης στη μνήμη και την καρδιά του καλλιτέχνη, που μας την αποκαλύπτει στον υπόγειο σταθμό του Μεταξουργείου.

Στα δύο μεγάλα έργα (4Χ2 μ.) που είναι τοποθετημένα¬ σαν θεατρική σκηνογραφία ¬ στο πρώτο επίπεδο του σταθμού, ο Αλέκος Φασιανός έχει αποτυπώσει με αδρές γραμμές όσα θυμάται από τη δεκαετία του ’50, από τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων.

«Θέλησα να φτιάξω μια μυθική ηθογραφία της μεταπολεμικής εποχής. Δεν λειτούργησα όμως σαν μια απλή φωτογραφική μηχανή», διευκρινίζει στα «ΝΕΑ». «Κράτησα μέσα στο μυαλό μου την ουσία της μεταπολεμικής εποχής και έφτιαξα δύο πραγματικά έργα τέχνης με καθαρή ζωγραφική και πομπηιανά χρώματα ¬ έντονο κόκκινο και μπλε».

Ο θερινός κινηματογράφος «Αλκαζάρ» κυριαρχεί στο πρώτο έργο. Ο κόσμος περιμένει ουρά για τα εισιτήρια και απέξω ο φιστικάς με το καροτσάκι του διαλαλεί την πραμάτεια του. Πιο δίπλα, μία από τις γνωστές ανδρικές φιγούρες του καλλιτέχνη οδηγεί το ποδήλατό της και χαιρετά την κοπέλα που τραγουδά στον κήπο-αναψυκτήριο του ξενοδοχείου «Άστρα». «Ιδανική εποχή, λίγα αυτοκίνητα…», νοσταλγεί ο δημιουργός. Αφήνοντας τούτη την εικόνα δεν μπορεί το βλέμμα να μη σταθεί στην ολάνθιστη μπουκαμβίλια, που σκαρφαλώνει νωχελικά στον τοίχο.

Στο δεύτερο έργο συναντάμε τον παραδοσιακό μανάβη να ζυγίζει σταφύλια στην παλάντζα, ενώ ένας πελάτης διαλέγει φρέσκα προϊόντα από τα καφάσια. Πίσω από την ανοιχτή πόρτα του μαγαζιού, το πανόραμα της μεταπολεμικής Αθήνας. Οι επιγραφές του ιστορικού θεάτρου «Βέμπο» και του κινηματογράφου «Βικτώρια» καθώς και τα νεοκλασικά σπίτια. Στο βάθος προβάλλει απειλητικά μία από τις πρώτες αθηναϊκές πολυκατοικίες.

Κατερίνα Γώγου- Ηθοποιός ποιήτρια 1940-1993

Αυτοκτόνησε το 1993 σε ηλικία 53 ετών, τις 2 τελευταίες μέρες της ζωής της γύρισε στο σπίτι της γιαγιάς της στο Μεταξουργείο εκεί που είχε μεγαλώσει

Τάσος Λειβαδίτης- Ποιητής 1922

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922 και έφυγε στα 66 χρόνια του και «έφυγε» ξημερώματα Κυριακής στις 30 Οκτωβρίου του 1988.

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Κοντοπούλου, ήταν Αθηναία.

Από τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες. Ο Μίμης μουσικός της Λυρικής, ο Αλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, που πέθανε το 1980 κι αυτός από την ίδια πάθηση με τον ποιητή, ανεύρισμα κοιλιακής αορτής.

Το 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου), κοντά στο πατρικό του σπίτι στην οδό Λεωνίδου.

Αριστομένης Προβελέγγιος

1914 Γεννήθηκε στην Αθήνα, από μητέρα καταγωγής από τον Μάρκο Μπότσαρη και πατέρα από τη Σίφνο. Θείος του πατέρα του ο γνωστός ποιητής από τη Σίφνο Αριστομένης Προβελέγγιος. Μεγάλωσε στο σπίτι τους στον Κεραμεικό.

1931- 1936 Σπουδάζει στο ΕΜΠ, ΣΤΗ Σχολή Αρχιτεκτόνων, με καθηγητές του τον Ορλά;νδο, τον Σώχο, τον Ασπρογέρακα, τον Πικιώνη. Συμμαθητές του ο Τριάντης, ο Κανδύλης, ο Δημ. Μωρέττης, η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου- Μωρέττη, ο Τσίγκος, κλπ.

1946-1951 Μετά τη μάχη της Αθήνας φεύγει κρυφά για το Παρίσι. Από τον Ιανουάριο του 1946 δουλεύει στο γραφείο του LECORBUSIER ,στο Αtelier Sevres.

1952-1957 Δουλεύει μόνος του, ελεύθερα, στη Γαλλία. Κατασκευάζει τοτε το Comite d’ Acceuil- Κτίριο υποδοχής Σπουδαστών, ως προσθήκη, στο πνεύμα του μοντερνισμού, σε υπάρχον παλαιότερο κτίσμα. Περιλαμβάνεται στον Κατάλογο των 120 Εργων Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Παρισιού, το 1973 , και προστατεύεται.

1957-1967 Τη δεκαετία αυτή έρχεται στην Ελλάδα και ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή, διδάσκει στην Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικού σχεδίου και συμμετέχει σε διαγωνισμούς. Το 1962 εκλέγεται Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχιτεκτόνων .

Στη δεκαετία αυτή κατατάσσονται όλα τα έργα του, που έχτισε στην Αθήνα. Το Ξενοδοχείο Green Coast στην Σαρωνίδα είναι σήμερα κατεδαφισμένο. Το Τυπογραφείο ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, δίπλα στη λεωφ. Κηφισίας, στο Μαρούσι, είναι επίσης εγκαταλελειμενο, αλλά τα ίχνη της ηθικής ,και η αξία του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική του είναι σαφή. Σώζονται σχετικά καλά το Κτίριο Γραφείων επί της οδού Ερμού-8 η Κλινική Παντοκράτωρ και οι ιδιωτικές κατοικίες.

Κάνει επίσης πολλές πολεοδομικές προτάσεις όπως το Πολεοδομικό Ηρακλείου, ή προτάσεις ανάπλασης και τουριστικής αξιοποίησης για τον ΕΟΤ, όπως π.χ. για το Φαληρικό Δέλτα, τη Βάρκιζα κλπ, Δημοσιεύει σε περιοδικά τις αρχές και τον προβληματισμό του για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Πηγαινοέρχεται στο Παρίσι.

1965. Την 1η Ιουλίου 1951 αποχαιρετά για τελευταία φορά τον Le Corbu στο Παρίσι. Του ζητά ένα τελευταίο μήνυμα πριν πεθάνει. Είναι το μήνυμα που στέλνει ο Le Corbusier προς τους Ελληνες αρχιτέκτονες.
Ξαναγυρίζει λίγους μήνες μετά, φέρνοντας λίγο χώμα ελληνικό,από το χώρο της Ακρόπολης στην κηδεία του.

1967. Τον Μάη του 1967 φεύγει ξανά για το Παρίσι, για να εγκατασταθεί μόνιμα πιά εκεί.

1968-1979 Εργάζεται ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, επί έντεκα χρόνια , από όπου παίρνει σύνταξη, και επιστρέφει στην Ελλάδα.

1979-1999 Μένει στην Αθήνα, στο διαμέρισμά του επί της οδού Χατζιδάκη 11με το μικρό γραφείο του στο ισόγειο. Περνά τα καλοκαίρια του στη Σίφνο. Ασκεί κριτική για τις αλλαγές στο Αττικό Τοπίο, με διαλέξεις. Γενικά αρνείται την Αθήνα που παρατηρεί γύρω του, επιμένοντας στα ιδανικά που διατηρεί μέσα του. Εκτιμά τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχουν, για την Αθήνα, οι αποφάσεις μιας κακής και ιδιοτελούς πολεοδομίας. Αρνείται συνειδητά την συμμετοχή του στο ελεύθερο επάγγελμα, και διακηρύττει την ασυμβατότητα να εξασκεί το ελεύθερο επάγγελμα ,όταν είναι καθηγητής στο πανεπιστημίου. Γενικά έχει θέσει τον εαυτόν του «υπό σκιάν»

1998 Το Δεκέμβρη του 1998 το ΕΜΠ τον ανεκηρύσσει, επίτιμο διδάκτορα του ΕΜΠ. Η τελετη απονομής του τίτλου γίνεται στο κατάμεστο αμφιθέατρο της σχολής, εν μέσω κατάληψης των σπουδαστών του Ε.Μ.Π.Το κλίμα αυτό, αν και αργοπορημένα, «του ταιριάζει» λέει ο ίδιος.

1999 Τον Οκτώβρη του 1999, πεθαίνει μόνος στο διαμέρισμά του, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της αγαπημένης του Λού. Πιθανότατα την 28-10-99.

Γ. Τσακίρης

Χωρίς υπερβολή ο κ. Γ. Τσακίρης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ο επιχειρηματίας που έμαθε στους έλληνες καταναλωτές να τρώγουν πατατάκια». Ο ίδιος θεωρεί ότι του αξίζει αυτός ο «τίτλος» και πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου που θα αφορά την επιχειρηματική του διαδρομή, η οποία είναι συνυφασμένη με την ίδια του τη ζωή για πέντε ολόκληρες δεκαετίες. Μια ιστορία που αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν τα τσιπς ήσαν ντελικατέσσεν που απευθύνονταν σε μια μικρή κατηγορία εύπορων καταναλωτών, συγκεντρωμένων τότε στην περιοχή του Κολωνακίου, και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Μάλιστα η σχέση του κ. Τσακίρη με την επιχείρησή του είναι τόσο ισχυρή ώστε, αν και την έχει πουλήσει πριν από περίπου οκτώ χρόνια, κάθε ημέρα βρίσκεται εκεί και, όπως λέει ο ίδιος, «είναι πωλητής»!

Όλα άρχισαν το 1954, όταν ο κ. Γ. Τσακίρης δημιουργεί την πρώτη μονάδα παραγωγής πατατοτσίπς. Ο χαρακτηρισμός «μονάδα» είναι μάλλον σχήμα λόγου παρά μια πραγματική κατάσταση. Τόπος παραγωγής είναι το υπόγειο του σπιτιού του ή μάλλον του δωματίου όπου έμενε, διαστάσεων 2Χ3 μέτρα, στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Λένορμαν, στην Αθήνα, ενώ ο εξοπλισμός του αποτελείται από απλές, καθημερινές συσκευές. Το κόψιμο της πατάτας γίνεται χειρωνακτικά με κοπίδι – λεπίδα που κόβει το λάχανο σαλάτα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κοπίδι έχει πλέον αποκτήσει συλλεκτική αξία και φυλάσσεται στην εταιρεία θυμίζοντας την αφετηρία της διαδρομής. Σε μια μικρή φριτέζα τηγανίζονται τα τσιπς χρησιμοποιώντας ως καύσιμο υλικό το κάρβουνο. Το προϊόν συσκευάζεται με το χέρι σε διαφανείς νάιλον σακούλες με πρώτο πελάτη το ζαχαροπλαστείο «Ελληνικόν» στο Κολωνάκι. Και φυσικά η διανομή γίνεται από τον ίδιο τον Γ. Τσακίρη.

* Τα πρώτα βήματα

Γεννημένος το 1928 στο χωριό Μόρια της Μυτιλήνης, μικρασιατικής καταγωγής, βρέθηκε το 1951 και ως το 1953 να εργάζεται στο εστιατόριο «Ιντεάλ», επί της οδού Πανεπιστημίου, ως μπάρμαν. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά στου «Ζόναρς», φημισμένο στέκι της εποχής. Εκεί δούλεψε ως βοηθός μαγείρου. Και κάθε ημέρα μεταξύ των άλλων καθηκόντων του ήταν να πηγαίνει ντελίβερι σε έναν καλό πελάτη του καταστήματος, στον καπνοβιομήχανο Κουμουνδούρο, ο οποίος έμενε στο Κολωνάκι.

Κάθε ημέρα τού πήγαινε μία οκά φρεσκοτηγανισμένα τσιπς από του «Ζόναρς», τα οποία ο πελάτης τα πλήρωνε 80 δραχμές (0,23 ευρώ). «Επειτα από λίγες ημέρες» διηγείται ο ίδιος «κάθησα και έκανα το κοστολόγιο της ποσότητας που παρέδιδα. Οι πατάτες έκαναν επτά δεκάρες η οκά. Για μία οκά τσιπς χρειάζονταν τέσσερις οκάδες πατάτες. Τα υπολόγισα όλα τα κόστη και μάλιστα πλούσια. Διαπίστωσα έκπληκτος ότι μία οκά τσιπς δεν κόστιζε περισσότερο από 12-13 δραχμές και την πωλούσαμε 80 δραχμές. Τότε μου μπήκε η ιδέα». Και συνεχίζει: «Τότε για να τα βγάλουμε πέρα παίρναμε μπροστάντζα από τον μισθό. Εγώ πληρωνόμουν 1.017 δραχμές τον μήνα. Περνούν οι ημέρες που καλύπτεται η μπροστάντζα, παίρνω και τις υπόλοιπες 525 δραχμές που όφειλαν και αποχωρώ από του «Ζόναρς». Πηγαίνω κατευθείαν στο Μοναστηράκι, αγοράζω μια φουφού, που έπαιρνε δύο κιλά λάδι, μία κατσαρόλα, κάρβουνο, μισό τενεκέ λάδι, τον τρίφτη που χρησιμοποιούσαμε για το λάχανο και δέκα οκάδες πατάτες. Την επόμενη ημέρα πηγαίνω στον ίδιο πελάτη στο Κολωνάκι, αυτόν του «Ζόναρς», και αφού του εξηγώ τι συμβαίνει, του προσφέρω μία οκά τσιπς με 60 δραχμές αυτή τη φορά. Δέχεται, και συμφωνώ μαζί του να πηγαίνω κάθε ημέρα μία οκά. Αμέσως μετά πηγαίνω στο καφενείο «Ελληνικόν», που ήταν στην πλατεία Κολωνακίου, συζητώ μαζί τους και δέχονται να τους πηγαίνω κάθε ημέρα δύο οκάδες».

Από τότε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, και συμπληρώνει: «Επί τρία χρόνια έτρωγα καθημερινά πατάτες τηγανητές και ελιές».

Τη διανομή φυσικά για αρκετά χρόνια την έκανε μόνος του, στην αρχή με τα πόδια και μετά με το ποδήλατο. Προνομιακός χώρος του ήταν τα κοντινά θερινά σινεμά και ζαχαροπλαστεία. Μετά το 1960 αγοράζει ηλεκτρονικό δίσκο με δύο μαχαίρια για την κοπή της πατάτας σε φιλέτα, τηγανίζει σε μεγαλύτερη φριτέζα χρησιμοποιώντας καυστήρα πετρελαίου και συνεχίζει να συσκευάζει το προϊόν. Τότε αναγκάζεται να μεταφέρει το εργοστάσιο παραγωγής του από τον χώρο κατοικίας του σε μεγαλύτερο ισόγειο χώρο (διαστάσεων 4Χ4 μ.) στην οδό Γιατράκου στο Μεταξουργείο. Η οικοτεχνία έγινε μια μικρή βιοτεχνία και η διανομή γίνεται με δίκυκλο μοτοποδήλατο και τελικά με τρίκυκλη μοτοσικλέτα.

Βίκυ Μοσχολιού & Γιώργος Ζαμπέτας

Η Βίκυ Μοσχολιού ξεκίνησε την καριέρα της το Πάσχα του 1962 στην «Τριάνα» του Χειλά δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Καθιερώθηκε το 1964 τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου στην κινηματογραφική παραγωγή «Λόλα» και συνέχισε σε συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Μίμη Πλέσσα και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη.Στα τραγούδια της που έγιναν επιτυχίες συγκαταλέγονται τα: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Πού πας χωρίς αγάπη», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της ονοματοδότησαν δύο νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».

Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν από τις πρώτες ερμηνεύτριες που τραγούδησαν σε μπουάτ, κάνοντας τις κυριότερες εμφανίσεις της στον «Ζυγό» και το «Zoom» της Πλάκας στο πλευρό του Δήμου Μούτση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην διάρκεια της σταδιοδρομίας της είχε δώσει συναυλίες ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, της Περσίας και της Ιορδανίας.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας, ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες του μπουζουκιού γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στις 25 Ιανουαρίου του 1925.

Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας, που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη, ανηψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής.

Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του, λίγο πριν το θάνατό του.

Το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.

Παρά τις αντιδράσεις, ο μικρός Γιώργος συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.

Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία.

Σχολιάστε